-
1 четвертьфинал
См. также в других словарях:
προημιτελικός — ή, ό, Ν 1. (για αγώνα) αυτός που γίνεται πριν από τον ημιτελικό 2. το αρσ. ως ουσ. ο προημιτελικός (αθλ.) ο αγώνας που γίνεται πριν από τον ημιτελικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ημιτελικός] … Dictionary of Greek